ἀναχωρητικός — disposed to retire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναχωρητικός — ή, όν (AM ἀναχωρητικός, ή, όν) 1. αυτός που αγαπάει την απομάκρυνση από την ομαδική ζωή 2. αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή 3. αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή … Dictionary of Greek
ἀναχωρητικῶν — ἀναχωρητικός disposed to retire fem gen pl ἀναχωρητικός disposed to retire masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητικόν — ἀναχωρητικός disposed to retire masc acc sg ἀναχωρητικός disposed to retire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητικοῦ — ἀναχωρητικός disposed to retire masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητικῇ — ἀναχωρητικός disposed to retire fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητική — ἀναχωρητικός disposed to retire fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητικῶς — ἀναχωρητικός disposed to retire adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχωρητικῷ — ἀναχωρητικός disposed to retire masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)